- ἔμμοιρος
- ἔμμοιρος, ον,A partaking, sharing,
φύσεως ἀγαθοῦ Plot.4.8.6
, cf. Porph.Gaur.6.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύσεως ἀγαθοῦ Plot.4.8.6
, cf. Porph.Gaur.6.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμμοιρος — ἔμμοιρος, ον (Α) αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι … Dictionary of Greek
ἔμμοιρος — partaking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμοιρε — ἔμμοιρος partaking masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek